τύλωσις

τύλωσις
τῠλ-ωσις, εως, ,
A a making or becoming callous, Gal.14.767, Poll.4.191.
II ἐπιτιμὰγ κρηπῖδος τυλώσιος perh. payment for hardening the κρηπίς (by coating it with something), IG42(1).103.51 (Epid., iv B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τύλωσις — a making fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ βλ. τύλωση …   Dictionary of Greek

  • τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… …   Dictionary of Greek

  • τυλώσεως — τυλώσεω̆ς , τύλωσις a making fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλωσιν — τύλων one with a callous hide masc dat pl τύλωσις a making fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”